- Κάτω Μέρη
- Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ.Μ. βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Δωρίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek
κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… … Dictionary of Greek
κάτωθεν — και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε) επίρρ. 1. από κάτω προς τα πάνω («ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.) 2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν τής τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῡ ὀφθαλμοῡ», Ιπποκρ.) μσν. 1. παρακάτω 2. γεωγρ. δυτικά 3. φρ. «τὸ … Dictionary of Greek
νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… … Dictionary of Greek
δασυποδίδες — (dasypodidae).Οικογένεια ζώων που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Είναι παμφάγα και νυχτόβια. Το σώμα τους καλύπτεται από προστατευτικό στρώμα κεράτινων φολίδων. Οι φολίδες αυτές είναι χωρισμένες σε ζώνες με ενδιάμεσα μέρη μαλακού δέρματος … Dictionary of Greek
κατωμέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 492 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού. Αποτελεί έδρα του δήμου Μεγανησίου του νομού Λευκάδος. * * * το 1. πεδινός τόπος 2. (περιλπτ.) τα χωριά τού κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των… … Dictionary of Greek
ακοντίας — (acontias). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των σκινκιδών. Είναι σαύρα με οφιοειδές σώμα, χωρίς άκρα ή με πολύ ατροφικά. Ζει στη νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη και στη Σρι Λάνκα. Το νοτιοαφρικανικό είδος α. η μελεαγρίς, έχει υπόλευκο χρώμα … Dictionary of Greek
κατανίπτης — κατανίπτης, ὁ (Α) [κατανίπτω] (στην Αθήνα) ονομασία εκείνου που έπλενε τα κάτω μέρη τού πέπλου τής Πολιάδος Αθηνάς … Dictionary of Greek
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek